- στιγμιαίος
- -α, -ο / στιγμιαῑος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και στιγμαῑος, -αία, -ον, Ααυτός που έχει ελάχιστη διάρκεια, που διαρκεί μόνο μια στιγμή (α. «στιγμιαία αναλαμπή» β. «ὁ μακρότατος βίος ὀλίγος ἐστὶ καὶ στιγμιαῑος πρὸς τὸν ἄπειρον αἰῶνα», Πλούτ.)νεοελλ.1. αυτός που γίνεται, που παρασκευάζεται αμέσως, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, στη στιγμή («στιγμιαίος καφές»)2. φυσ. (για μια τιμή, ένα σημείο ή έναν άξονα περιστροφής ενός σώματος) αυτός που αποκτά ένα μεταβλητό μέγεθος σε μια δεδομένη χρονική στιγμή (α. «στιγμιαία ταχύτητα» β. «στιγμιαίο κέντρο» γ. «στιγμιαίος άξονας»)3. φρ. α) «στιγμιαίο κέντρο ταχύτητας»φυσ. σημείο στο οποίο η ταχύτητα ενός σώματος που βρίσκεται σε επίπεδη κίνηση είναι ίση με μηδένβ) «στιγμιαίος μέλλοντας»γραμμ. ο μελλοντικός χρόνος τών ρημάτων που φανερώνει κάτι το οποίο θα γίνει στο μέλλον χωρίς να έχει συνέχεια ή επανάληψη.επίρρ...στιγμιαίως ΝΜΑ και στιγμιαία Νκατά τρόπο στιγμιαίονεοελλ.ακαριαία.[ΕΤΥΜΟΛ. < στιγμή + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτ-ιαῖος)].
Dictionary of Greek. 2013.